ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΝΤΑΜΑ ΜΠΑΤΤΕΡΦΛΑΪ

Editor's Choice
photo: Andreas Simopoulos

Έχει περάσει ένας μήνας πια από τότε που είδαμε τη Μήδεια, του Λουίτζι Κερουμπίνι, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ στη Λυρική σκηνή. Ένας μήνας που το έργο συνεχίζει να δουλεύει στη μνήμη όσων είχαν την τύχη να το παρακολυθήσουν και που το αποτύπωμα του έχει χαραχτεί ως το ξεχωριστό θέαμα με το οποίο εγκαινίασε η Λυρική το αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας.

Ήδη από την πρώτη σκηνή, ο κυρτός τεράστιος καθρέφτης που πολλαπλασίαζε τη σκηνή, δίνοντας της βάθος, αλλάζοντας την προοπτική και παίζοντας με την ψευδαίσθηση, σε προδιέθετε για τη μαγεία που θα ακολουθούσε με κάθε ευφυή αλλαγή σκηνικού.

Το δεύτερο ξάφνιασμα ήταν η Βασιλική Καραγιάννη στο ρόλο της Γλαύκης, της κόρης του Κρέοντα, που ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Ιάσονα και αντί να είναι ευτυχισμένη την ζώνει η αγωνία και τα κακά προαισθήματα. Η φωνή της Καραγιάννη έτσι που δεν είχε ακουστεί ξανά. Είναι αυτό που κράτησε ο θεατής από την πρώτη πράξη, μαζί με τα υπέροχα κοστούμια (Ντούυ Λύτι) και τις λεπτομέρειες που είχε φροντίσει ο σκηνοθέτης όπως το νυφικό πέπλο πεταμένο στο πάτωμα φωτισμένο εξαιρετικά (Πώλι Κόνσταμπλ) ώστε να δείχνει άσπιλο, μεγαλόπρεπο, εύθραυστο και σπαρακτικό μέσα στις δαντέλες του, σαν υπαινιγμό για εκείνο που έρχεται.

Οι φωνές της Καραγιάννη και του Τζόρτζιο Μπερρούτζι (Ιάσων) κυλούσαν στην πλατεία σαν μαργαριτάρια που αναπηδούσαν κι έλαμπαν ελευθερωμένα από το κολιέ που τα συγκρατούσε.

Και τότε, κι αφού το σκηνικό στην Α’ πράξη είχε ήδη αλλάξει τρεις εντυπωσιακές φορές, όταν πια έχει στηθεί το γαμήλιο τραπέζι με τα κεριά και τα τριαντάφυλλα εμφανίστηκε η ανεπανάληπτη Μήδεια της Άννα Πιρότσι. Η Μήδεια σαν καταχθόνιο τέρας, Μάγισσα και Μέδουσα μαζί. Μια γυναίκα προδομένη, ηττημένη, που όμως αρνείται να υποταχθεί στο πεπρωμένο που της έχουν επιφυλάξει.

photo: Andreas Simopoulos

Σε όλη τη διάρκεια του έργου ήταν λες και η παράσταση είχε χτισθεί γύρω από την Πιρότσι κι όλοι έξ’ αιτίας της εμπνέονταν κι έβγαζαν τον καλύτερο τους εαυτό. Η Τέχνη εξ’ άλλου εμπνέεται από την Τέχνη.

Όταν η Πιρότσι τραγούδησε “έλα πίσω σε μένα” τραγούδησε με απόγνωση, με λύσσα, με τρέλα. Ήταν τρομακτική. Αποκρουστική. Ήταν η Μήδεια! Το μαύρο φως της Αγάπης.

Εκείνη αγάπησε, εκείνος εκμεταλλεύθηκε. Ο δειλός Ιάσωνας κρύβεται πίσω από τη δύναμη του Κρέοντα για να διώξει την πρώην γυναίκα του που δεν την χρειάζεται πια. Η Μήδεια τα χάνει όλα. Της παίρνουν τα παιδιά να τα μεγαλώσει άλλη γυναίκα. Της παίρνουν τον άντρα που αγαπάει. Την διώχνουν από την πόλη. Η Μήδεια τώρα ξέρει πως ο Ιάσωνας όχι μόνο δεν την αγάπησε αλλά την απεχθάνεται κιόλας που σκότωσε τον αδερφό της για χάρη του. Ξέρει πως μόλις η Γλαύκη γεννήσει διάδοχο, τα δικά της παιδιά θα χάσουν την εύνοια του πατέρα και θα γίνουν παρίες.

Στη Β’ πράξη εκτός από τα σκηνικά και τους καταπληκτικούς φωτισμούς, ευχάριστη έκπληξη ήταν και η μεσόφωνος Νεφέλη Κωτσέλλη στο ρόλο της Νέρις.

Στην Γ και τελευταία πράξη, ο ΜακΒίκαρ με τη βοήθεια του καπνού και των φωτισμών της Κόνσταμπλ δημιούργησε μια ατμόσφαιρα ζόφου. Η Μήδεια σαν ερινύα ξεκολλάει από το πάτωμα με καταχθόνια δόξα. Ουρανομήκης η φωνή της αναμετριέται με τις φωτιές της κόλασης που ‘χει βυθιστεί η ψυχή της και μας καθηλώνει. Φελινικές μορφές μέσα στο χορό αποτυπώνουν τη φρίκη. Η Μήδεια λάμπει μέσα στο ταρταρικό σκοτάδι της. 

Η Μήδεια του Ντέιβιντ ΜακΒίκαρ ήταν το απρόσμενο δώρο στην Μαντάμα Μπάττερφλαι του Ολιβιέ Πυ, αφού άφησε πίσω της ένα κοινό διψασμένο για περισσότερη όπερα. Ταυτόχρονα όμως είναι ένα δώρο σκοτεινό και δίκοπο σαν την ηρωίδα του αφού οι προσδοκίες του κοινού ανέβηκαν σε απάτητες κορυφές προσμονής για συγκίνηση και ευδαιμονία.

photo: Andreas Simopoulos

Εθνική Λυρική Σκηνή, Μαντάμα Μπάττερφλαϊ, Ηρώδειο (1,4,7,10) Ιουνίου